- παρημελημενως
- παρημελημένωςπαρ-ημελημένως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρημελημένως — παραμελέω disregard perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) παρημελημένως negligently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρημελημένως — Α επίρρ. απερίσκεπτα, αμελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρημελημένος τού παραμελῶ] … Dictionary of Greek